προτέρημα

προτέρημα
το, ΝΜΑ [προτερῶ]
1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο
2. πλεονέκτημα, υπεροχή
3. αρετή
αρχ.
1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία
2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῡ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς αναστρεφομένους», Πολ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «πρόκριμα, προτίμησις»
4. στον πληθ. τὰ προτερήματα
τα προνόμια («τὰ τῆς βασιλείας προτερήματα», Διόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προτέρημα — advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέρημα — το, ατος προσόν, πλεονέκτημα φυσικό ή αποκτημένο, αρετή (αντίθ ελάττωμα): Το σύνολο των προτερημάτων και των ελαττωμάτων του ατόμου προσδιορίζουν το χαρακτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτερημάτων — προτέρημα advantage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασι — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήμασιν — προτέρημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματα — προτέρημα advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματι — προτέρημα advantage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτερήματος — προτέρημα advantage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • почесть — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. 1) (γέρας) почетная мзда, на града, дар; (ἐπινίκιον),… …   Словарь церковнославянского языка

  • έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”